λακτιστής

λακτιστής
ο (Α λακτιστής) [λακτίζω]
(για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης
αρχ.
φρ. «ληνοῡ λακτιστής» — αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λακτιστής — one who kicks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτισταί — λακτιστής one who kicks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστήν — λακτιστής one who kicks masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστάς — λακτιστά̱ς , λακτιστής one who kicks masc acc pl λακτιστά̱ς , λακτιστής one who kicks masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστικός — ή ό (Α λακτιστικός, ή, όν) [λακτιστής] 1. (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια να λακτίζει 2. το θηλ. ως ουσ. η λακτιστική η τέχνη τού λακτίσματος κατά την πάλη, σε αντιδιαστολή προς την πυκτική, την τέχνη τής πυγμαχίας …   Dictionary of Greek

  • λακτιστῶν — λάκτισμα a kick masc gen pl λακτιστής one who kicks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”